- ηθμοειδής
- ης, ες анат. губчатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἠθμοειδής — like a strainer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ἠθμοειδῆ — ἠθμοειδής like a strainer neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἠθμοειδής like a strainer masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδεῖ — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδεῖς — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem acc pl ἠθμοειδής like a strainer masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδές — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem voc sg ἠθμοειδής like a strainer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδοῦς — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδέες — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδέσι — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδέσιν — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοειδέων — ἠθμοειδής like a strainer masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)